κίκκα

κίκκα
(I)
κίκκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίς», όρνιθα, κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από το κακάρισμα τής κότας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίκκα — κίκκᾱ , κίκκα cock fem nom/voc/acc dual κίκκᾱ , κίκκα cock fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκκας — κίκκᾱς , κίκκα cock fem acc pl κίκκᾱς , κίκκα cock fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκκη — κίκκα cock fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφασος — κρύφασος, ὁ (Α) ρίξιμο των ζαριών, ζαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ (πρβλ. κρύφα) + εκφραστικό επίθημα σος (πρβλ. κίκκα σος] …   Dictionary of Greek

  • κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”